-
1 δι-έκ
δι-έκ, vor Vocalen διέξ, durch u. heraus; vgl. διαπρό; Hom. Odyss. 17, 460 νῠν δή σ' οὐκέτι καλὰ διὲκ μεγάροιό γ' ὀίω ἂψ ἀναχωρήσειν; Iliad. 15, 124 εἰ μὴ Ἀϑήνη ὦρτο διὲκ προϑύρου; – sp. D. Auch absolut, = ganz durch, H. h. Apoll. 432.
См. также в других словарях:
διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα … Dictionary of Greek